Όσοι με ξέρουν καλά, ξέρουν ότι λατρεύω τη μουσική. Ζω μ’ αυτήν. Κι αφού δεν κατάφερα με κανένα μουσικό όργανο από όσα δοκίμασα, αρκέστηκα στην ακρόαση. Σε όλες τις εντάσεις, σε ένα ευρύτατο φάσμα μουσικών ειδών. Και στα φοιτητικά μου χρόνια δεν είχα αφήσει live για live. Από μικρά μπαράκια με ένα ακόμα μικρότερο stage, μέχρι μεγάλους συναυλιακούς χώρους.
Δεκέμβριος του 1999. Και ο Screamin’ Jay Hawkins πατάει το πόδι του στην Αθήνα. Για μια βραδιά, ένα live στο Ρόδον. Τον περίμενα πως και πως. Από εκείνη την ημέρα που ανακοινώθηκε ότι θα ερχόταν, μετρούσα τις ημέρες. Τον είχα σπουδάσει τον καλλιτέχνη, είχα κατεβάσει και αποστηθίσει τη βιογραφία του, τη δισκογραφία του, τα πάντα. Με ένα διαδίκτυο που ήταν ακόμα σε εμβρυική μορφή και προσέφερε μόλις ελάχιστα σε σύγκριση με τον πλούτο που διαθέτει σήμερα. Ήξερα ένα σωρό πράγματα γι’ αυτόν μόλις μέσα από κείμενα και φωτογραφίες…
Αν κάποιος με ρωτούσε σήμερα ποια ήταν εκείνη η συναυλία που τα είχε όλα, αυτή που ήταν ότι καλύτερο, ο καλλιτέχνης, το συναίσθημα, η παρέα, η απάντηση θα ήταν μια και μόνο: Εκείνη που δεν πήγα! Και ο λόγος ήταν σοβαρός…
Έμαθα μετά ότι ο Jay θα ξαναρχόταν στην Ελλάδα. Του είχε γίνει επαγγελματική πρόταση και θα τον ξαναβλέπαμε. Και κάπως γλυκάθηκε η σκέψη της απουσίας από εκείνη τη συναυλία. Και περίμενα...
Μόλις τρεις μήνες μετά, ένα βραδάκι μέσα στον Φεβρουάριο του 2000, κάθομαι στο καμαρίνι μου στη σχολή. Είμαι σχεδόν μονός σε όλη την αίθουσα και δουλεύω πυρετωδώς τη διπλωματική μου. Κι έχω μοναδική συντροφιά το ράδιο. Στον Εν Λευκώ (που υπήρχε από τότε) παίζουν τα blues.
Έχω αναλάβει τη μακέτα της διπλωματικής… Και δύο μήνες τώρα μετράω και κόβω κομματάκια. Δεν κάνω τίποτε άλλο. Μόνο μετράω και κόβω μικρά κομματάκια σε 1:200. Δεν έχω ταιριάξει τίποτα παρά μόνο για να βεβαιωθώ ότι έχω σωστά μετρήματα. Αλλά τον όγκο της μακέτας, δεν τον έχω δει. Δεν έχω δει με τα μάτια μου τη μορφή που μόνο στο χαρτί έχω σχεδιάσει. Μόνο τον έχω υπολογίσει… Κι εκείνο το βραδάκι πρέπει να αρχίσω σιγά-σιγά να «μοντάρω», να συναρμολογήσω για να δώ τι σκατά έχω κάνει δύο μήνες τώρα.
Και παίζουν ακόμα τα blues.
Και παίρνει ένα ολόκληρο δίωρο το μοντάρισμα. Με ελέγχους διπλούς και τριπλούς, περασιές, κατακόρυφες, επίπεδα, κλίσεις, τα πάντα… Και ολοκληρώνεται. Στήνονται τα πάντα, ακουμπούν το ένα πάνω στο άλλο, δίπλα στο άλλο, με τεχνάσματα και πατέντες ώστε να μην μπει ακόμα η κόλλα. Και θυμάμαι ακόμα τον συγχωρεμένο το Δημήτρη τον Μπίρη να μας λέει: «θα το δείτε να ανυψώνεται και να κατασκευάζεται μόνο του». Κι ένοιωθα εκείνο το βράδυ το δέος να το βλέπω για πρώτη φορά να υλοποιείται. Μόνο του! Βέβαια, θα ρωτήσει κάποιος… «πρώτη φορά έκοβες μακέτα;» Όχι, αλλά εδώ μιλάμε για τη μακέτα της διπλωματικής… Αύτη που δεν πρέπει να έχει ούτε ένα ψεγάδι! Αυτό, λοιπόν, που δέκα μήνες μέχρι τότε ήταν στα χαρτιά, στο μυαλό, τώρα το είχα μπροστά μου. Tρισδιάστατο!
Και τα blues έπαιζαν ακόμα. Αλλά, απορροφημένος όπως ήμουν, δεν είχα καταλάβει ότι είχαν πάρει πια ένα θλιμμένο τόνο. Λίγο βαρύ…
Μια φωνή έσπασε το επόμενο κομμάτι που έπαιξε …στα δύο. Ήταν η διασκευή του Jay στο “I shot the sheriff” του Bob Marley. Και μας ανήγγειλε με πολύ λίγες λέξεις, κομπιασμένες, σπασμένες κι αυτές όπως και το τραγούδι, το θάνατο του καλλιτέχνη…. Είχε συμβεί μόλις εκείνη την ημέρα σε νοσοκομείο του Παρισιού. Ήταν 12 Φεβρουαρίου του 2000.
Λένε πως εκείνο το live στο Ρόδον ήταν το τελευταίο του…
Και τα συναισθήματα ανάμεικτα. Από τη μία η μακέτα και το μικρό, προσωπικό δέος της δημιουργίας κι από την άλλη ο χαμός ενός καλλιτέχνη που με ενέπνευσε. Από τη μια η μίνι κορύφωση και από την άλλη το μοιραίο, το γεγονός δίχως αύριο. Σε μια μάχη χωρίς νικητή.
Από τη μια η δυναμική μιας καλής πορείας δουλειάς που θα οδηγούσε σε μια επιτυχή εξέταση και κατ’ επέκταση το όνειρο ζωής μέχρι εκείνη την ημέρα, το δίπλωμα… Κι από την άλλη η φυγή, το τελεσίδικο, το τέρμα μιας ζωής… Και τι ζωής!
Ο πρώτος shock rocker, αυτός που έδωσε έμπνευση και αφορμές σε πολλούς από αυτούς που αργότερα έγιναν πρώτα ονόματα…
Ένας μουσικός που μόνο μουσικός δεν ήταν. Ένας θεατράνθρωπος, ένας βαρύτονος, ένας λάτρης των ανθρώπων… Σου έδινε πολλές φορές την εντύπωση (κι ακόμα την δίνει μέσα από το απέραντο ψηφιακό αρχείο που κυκλοφορεί) ότι δεν ήθελε να είναι μονάχα μουσικός. Ήταν και ηθοποιός και ασφαλώς από τους λίγους. Γι’ αυτό και οι εμφανίσεις του ήταν επιβλητικές και ηλεκτρικές τόσο που μπορούσε να γεμίσει με φορτισμένα ιόντα την πιο απόμακρη γωνιά της αίθουσας. Και λάτρης της όπερας, ένας τενόρος της rock και των blues που ωστόσο έβγαινε από φέρετρα και κρατούσε ένα stick με την αγαπημένη του νεκροκεφαλή, τον Henry… Χωρίς τον οποίο δεν πήγαινε πουθενά…
Ίσως μετά το Summertime να ακολουθεί το I put a spell on you σε πλήθος διασκευών. Το τραγούδησαν τόσοι μα τόσοι πολλοί, σε υπέροχες, διαφορετικές εκτελέσεις, με απεριόριστα ηχοχρώματα. Όμως… τώρα τελευταία, σ’ αυτή τη σπάνια εκτέλεση των NowLab, ακούω "μαζεμένους" τον Tom Waits και την Diamanda Galas, τους Cunninlynguists και λίγο James Brown, κάπου-κάπου τον Howlin’ Wolf (από το false start στο BBC Session…) Κι όλο παρεμβαίνει ο Jay. Ότι πιο φευγάτο…
Και η μουσική όπως και η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα. Δεν είναι μόνο ο ρυθμός, το χρώμα και ο τόνος… Είναι και ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Είναι πάνω απ’ όλα η αυθεντικότητά του και πως αυτή αποτυπώνεται πάνω στο έργο!
Scream baby, scream!