6/7/13

Έλλην, ο αυθαίρετος (3)

Ω, Θεέ τρισμέγιστε εσύ της αυθαιρεσίας θεέ… Εσύ Ακερσεκόμη (ἀεὶ νέε), Χαροποιέ κι Αλεξίκακε… Συ που οδήγησες τόσους και τόσους στο της αυθαιρεσίας παράπτωμα, που έβαλες δόλιες σκέψεις στα μυαλά των ταπεινών πως ματαίως ανησυχούν μια κι ουδείς δεν θα τους τιμωρήσει…

Αλλά κι εσύ νομοθέτη Μουσηγέτη (που εν αρμονία νομοθέτησες), Αγρέτη (προστάτη - ηγεμόνα των αγρών) και Δήλιε (που κάνεις δήλα και ορατά τα πάντα, αλλά και τα πάντα οράς)… Συ που όρισες τα πάντα με σύμμαχο την τέχνη, της γραφής την τέχνη την διφορούμενη και τρισφορούμενη, με τρόπο τέτοιο που να ξεγλιστρούν οι πονηροί και να ελίσσονται μαζί τους κι οι αδαείς…

Δέξου την επίκληση του ταπεινού σου αρχιτέκτονα που μαζί με τους υπόλοιπους του σιναφιού ταχθήκαμε στην ατέρμονη αναζήτηση της πιο ά-τεχνης, α-ήθους κι αν-αίσθητης αυθαιρεσίας… Κείνης που θα κάνει το οικοδόμημα να ανθίσει αποστήματα και να αποβάλλει από πάνω του δια παντός το γνώρισμα της αρμονίας…


Απόλλωνα θεέ της ισορροπίας και της τελειότητας, ως άλλος Δημοσθένης Λιακόπουλος τολμώ να σου ζητήσω: στείλε στα τάρταρα με one way ticket κείνον που τόλμησε να σιάξει εκείνο το στέγαστρο του κατιμά… Γιατί πίστεψε ότι χρονιά με τη χρονιά, που θα πάει, θα το κλείσει τριγύρω. Και μέχρι τότε θα ‘χει μεγαλώσει κι ο μικρός και θα ανεβαίνει κει πάνω να ησυχάζουν κι οι από κάτω λιγάκι.

Σάββατο ήταν. Είχε πει από την αρχή της βδομάδας ότι θα το ‘φτιαχνε, να κάνει και το χατίρι της κυράς! Πήγε στα Praktiker και ψώνισε ένα σαντουιτσάκι δυόμισι επί τρία απ' αυτό με τη μόνωση και μερικές σανίδες… Άλλες θα τις έκανε υποστηλώματα, άλλες δοκούς κι άλλες διαδοκίδωση… Βέβαια τούτες τις λέξεις δεν τις ήξερε, ήξερε όμως πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει! Μια και δυο τα έστησε… Έστησε κι ένα δύο «τσιμεντόλιθα» πάνω στο ταρατσάκι της απόληξης και του ‘δωσε κλίση για να μην βαρύνει άμα βρέξει… Πέρασε παντού γωνιές και βίδες και σιγουρεύτηκε… Και λίγη λάσπη εδώ κι εκεί. 

Και κει που τέλειωσε και αναπαύθηκε του μπήκαν οι ιδέες… Το μουρμούριξε και στην κυρά κι εκείνη του ‘πε εντάξει… Να ‘βαζε σκεφτόταν κι εκείνο το συρόμενο από το εξοχικό στη Σαλαμίνα. Κείνο που είχε περισσέψει από τότε που αποφάσισαν να κάνουν πόρτα το παράθυρο και χρυσοπληρώσανε ένα ακόμα κούφωμα… Να μην πάει χαμένο είχε πει, όλο και κάπου θα χρειαστεί… Έπιαναν τα χέρια του, είχε και άποψη… Στη δύση θα το βάλουμε, μόνο από εκεί μας παίρνει! Ένα σεναζάκι και μερικά ακόμη «τσιμεντόλιθα»!

Κι ας είναι μεσοτοιχία…

Η γειτονιά είναι τσεκαρισμένη, αν φυσήξει ο αέρας του δίνει και καταλαβαίνει… Αλλά ποτέ δεν του το πήρε το σαντουιτσάκι να το σηκώσει γιατί το ‘δεσε καλά!!!

Και κανένας απ’ τους γειτόνους δεν του γκρίνιαξε ποτέ. Και γιατί να του γκρινιάξει κανείς; Αν του λέγανε τίποτε, δεν το ‘χε σε πολύ να το πάρει παραμάσχαλα και να το ξανα-κατεβάσει στην αποθήκη… Να κάνει και το στεγαστράκι βίδες και να το «ντανιάσει» κάπου σε καμία γωνιά της ταράτσας. Αλλά κανείς δεν του ‘πε τίποτα μια και κανείς δεν είχε την αισθητική στα …υπ’ όψιν. Κι όσοι την είχαν νοιάζονταν πιότερο για τα του δικού τους οίκου…

Ώχου, άσε μας αδερφέ…