Η Πλάκα, ο αρχαιότερος οικισμός της Ευρώπης, είναι ίσως το μοναδικό μέρος στο οποίο κάνοντας μια βόλτα, μπορεί να μας τροφοδοτήσει με τόσα πολλά ανάμικτα συναισθήματα. Μια εικόνα της μπορεί να είναι γεμάτη με χρώματα, μορφές, ήχους, αλλά και πολλές διαφορετικές διαστρώσεις της ιστορίας.
Σε ένα στενό δρόμο, με ποικίλους χρωματισμούς, αλλά πάντα στις αποχρώσεις της Πλάκας, το μάτι του περαστικού μαγνητίζεται από τα γκράφιτι πάνω σε κάτι λαμαρίνες. Έχουν κάτι το περίεργο τούτα τα γκράφιτι. Δεν συνηθίζει ο πιτσιρικάς με το σπρέι να ζωγραφίζει κίονες και μάλιστα να τους ταιριάζει με στοιχεία του κτιρίου από πίσω… Του κτιρίου που πρέπει να κρυφτεί…
Όχι, το κτίριο δεν θα κρυφτεί, έχει να πει πολλά. Έχει μια Ακρόπολη κοντά του, σαν άλλο επιστέγασμα ιστορίας, να θυμίζει ότι μέσα του υπάρχει και το παρελθόν. Έχει όμως και τους νέους καλλιτέχνες του δρόμου να μιλούν γι αυτό… Κι έχει και τους λάτρεις των παλιών λαϊκών σπιτιών, να θέλουν ό,τι σώζεται, ό,τι διατηρείται, να αναστηλωθεί και να αναδειχθεί…
Κι έχει και μια σειρά από παράθυρα που μόλις ξεπροβάλλουν πάνω από τις λαμαρίνες. Γνώριμα παράθυρα, όλοι τα έχουν ξαναδεί. Μόνο που οι περισσότεροι, όσοι δεν έχουν περάσει ποτέ από την οδό Τριπόδων τα έχουν δει μοναχά ασπρόμαυρα… Επάνω στο κινηματογραφικό φιλμ! Οι λαμαρίνες αποδεικνύονται ψηλές, πρέπει να υψώσει κανείς το ανάστημα και τη φωτογραφική μηχανή για να καταλάβει περισσότερα. Αλλά όποιος έχει πάρει το μήνυμα, το τολμά... Και η φωτογραφική μηχανή θα δώσει πολλά περισσότερα στοιχεία.
Από εκείνα τα παράθυρα που όλοι έχουν ξαναδεί, περιμένεις να ξεπροβάλλει η συγχωρεμένη η Τασσώ Καββαδία. Στον από κάτω όροφο ο Γιώργος Κωνσταντίνου θα απειλήσει μια ακόμη φορά τη Μάρω Κοντού ότι θα πάρει το καπελάκι του και θα φύγει… Και είναι η ταινία αυτή και μόνο που σε κάνει να νοιώθεις το κτίριο οικείο, δικό σου κτήμα. Ασχολείσαι περισσότερο από όποιο άλλο κτίριο όπου κοντοστέκεσαι επειδή σε μαγνητίζει μια τυχαία μορφή… Κι όσο το κοιτάς ανακαλύπτεις ότι ξέρεις την εσωτερική διαρρύθμιση, το φωτισμό, ταξιδεύεις στιγμιαία μέχρι το 1965…
Εκεί που το αρχαίο παρελθόν συναντά τη δίψα της αναστήλωσης, εκεί που μια τέτοια συνάντηση έχει αποκτήσει αναγνωρισιμότητα από μια ταινία, έρχεται να δεχθεί ιδιαίτερη μνεία κι απ’ τον Άρη Κωνσταντινίδη εξαίροντας τη «λαϊκή» αρχιτεκτονική των αθηναϊκών σπιτιών. Από τα δελτία τύπου που προλογίζουν την επανακυκλοφορία του βιβλίου του «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» κι αφού πρώτα έχει στολίσει τους μεγαλο-αρχιτέκτονες της αρχής του προηγούμενου αιώνα ως μιμητές και κυνηγούς της φήμης… :
…γι' αυτό και ο ίδιος δίνει όλη την προσοχή του στη «λαϊκή» αρχιτεκτονική των αθηναϊκών σπιτιών. Στα μικρά «δοχεία» ζωής που συνδύαζαν το στιβαρό με το αραχνοΰφαντο, έτσι καθώς ήταν καμωμένα από έναν πέτρινο τοίχο και ένα ξύλινο χαγιάτι.
Οι λαϊκοί τεχνίτες έπαιζαν ασυνείδητα με το κλειστό των εσωτερικών δωματίων και το ανοικτό της σάλας που έβλεπε σε μια εσωτερική αυλή. Αυτή τη μορφή είχαν τα σπίτια στο κέντρο της Αθήνας ως το 1950, στις οδούς Σόλωνος, Ακομινάτου, Χαριλάου Τρικούπη, Μενάνδρου, στην Τριπόδων και στη Μιχαήλ Βόδα, όπως βλέπουμε στις σχεδιαστικές και φωτογραφικές αποτυπώσεις του Κωνσταντινίδη στο βιβλίο του «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια».
Από νωρίς είχε παρατηρήσει πως «κάτι χτισίματα φτωχικά, κάτι παράνομα χτισίματα» μέσα στις πόλεις ή στις παρυφές τους, εντάσσονται αρμονικά στο τοπίο που «τα αγκαλιάζει, τα δέχεται και τους κρατά συντροφιά». Πράγμα που δεν συμβαίνει με τα αρχιτεκτονήματα πολλών σπουδασμένων. «Σπουδάζουμε χρόνια και χρόνια, σε ειδικές σχολές και μάλιστα κάτω από την καθοδήγηση σοφών ανθρώπων. Όμως χάνουμε φαίνεται το αίσθημα, το πνεύμα και τον πιο εσώτερο παλμό της ψυχής, χάνουμε την επαφή με τη φύση».
Το συμπέρασμα είναι δυσάρεστο: «Δεν έχουμε αρχιτεκτονική -κι ας μη θυμώνει κανένας! Δεν έχουμε αρχιτεκτονικές μορφές που να στέκουν μέσα στο φως και στη μορφή του τοπίου μας, δεν έχουμε ούτε θα αποκτήσουμε ποτές, όσο ο εαυτός μας τρέχει και ακκίζεται και τσακίζεται για πράξεις που δεν έχουν παρά μονάχα μιαν πρόσκαιρη σημασία».
Και θα έπρεπε να συμφωνούμε όλοι… Παράδειγμα; Μα, δεν ήταν τα χαγιάτια οι «τότε» ημιυπαίθριοι; Οι προ ΓΟΚ. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν γιατί τα έφτιαξαν και εν τέλει γιατί δεν τα «έκλεισαν»… Ας αναρωτηθούμε πως θα συνδιαλεγόταν με τον ίδιο χώρο ο σύγχρονος αρχιτέκτονας ή αν θα τον διατηρούσε ο σύγχρονος νεοέλληνας! Να γιατί όλοι σήμερα, ειδήμονες και μη, μιλάμε για μια πόλη από μπετόν…
Επιστρέφοντας όμως στην ιστορία του κτιρίου, αυτή μάλλον πονεμένη είναι. Αν και το κτίριο έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο, ένα τμήμα του έχει ήδη κατεδαφιστεί και απομακρυνθεί… Πρόκειται ολόκληρο το σκέλος της σχήματος «Γ» κάτοψης, όμορο στο αριστερό όριο του οικοπέδου. Ελπίζοντας ότι γι’ αυτό υπεύθυνος ήταν ο χρόνος –και μόνο- και όχι η θεωρητική κατεδάφιση που λάμβανε χρόνο στην ταινία, ούτε κάποια κατά το ένδοξο παρελθόν φαεινή ιδέα κάποιου αρμοδίου… Διατηρώντας την ελπίδα ότι κάποτε θα επανέλθει στην αρχική του μορφή…
Για το διατηρητέο κτίριο, ιδιοκτησίας σήμερα του Υπουργείου Παιδείας, έχει ανακοινωθεί η αναστήλωση του και η πρόθεση στέγασης πολιτιστικών δραστηριοτήτων… Όμως στην αυλή έχουν βρεθεί και σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Από παλαιότερο άρθρο του «Ριζοσπάστη» μεταφέρω:
Ήδη, στο υπόγειο του κτιρίου διατηρείται κάλλιστα χορηγικό μνημείο. Η νέα ανασκαφή, όμως, αποκάλυψε μεγάλο τοίχο ύψους 4 μ. και μήκους 30-50 μ., που ταυτίζεται με το δυτικό τοίχο του υπάρχοντος κτιρίου. Στο δάπεδο βρέθηκαν, επίσης, τμήμα αρχαίου αγωγού και κατάλοιπα ελληνιστικών χρόνων. Στον ακάλυπτο χώρο, στα ανατολικά του διατηρητέου κτιρίου βρέθηκε τμήμα της αρχαίας οδού Τριπόδων και διαπιστώθηκε ότι κατέληγε σε 4 σκαλοπάτια, που οδηγούσαν σε άνδηρο με χορηγικά μνημεία. Αυτά, όμως, διαταράχτηκαν στους βυζαντινούς χρόνους από αποθηκευτικά πιθάρια και δε διατηρούνται καλά. Επιπλέον, η σκάλα οδηγεί σε, κάθετο προς την αρχαία οδό Τριπόδων, δρόμο.
Όπερ και σημαίνει ότι θα αργήσει πολύ η ανακατασκευή της αυλής και σίγουρα δεν θα αποκατασταθεί στη μορφή που πρωτοκατασκευάστηκε. Δεν θα είναι ακριβώς έτσι όπως την σκέφτηκε και την υλοποίησε ο «λαϊκός» τεχνίτης του περασμένου αιώνα αφού θα πρέπει να αναδειχθούν και τα αρχαία στοιχεία. Και εδώ είναι που τίθεται το τεράστιο αισθητικό αλλά και βαθύτατα πολιτιστικό και πολιτισμικό ζήτημα: «Ποιος ο βαθμός ισορροπίας κατά την προστασία των αρχαίων ευρημάτων και των νεώτερων μνημείων; Οφείλουμε να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή και να προστατέψουμε τα αρχαία ή τα νεότερα;»
Η εικόνα που βλέπει κανείς σήμερα όμως είναι οπωσδήποτε αποκαρδιωτική. Κατ’ αρχάς κανείς δεν εργάζεται στο χώρο. Κατά δεύτερον μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο αποκαλύπτει ότι οι τελευταίες (οικοδομικές) εργασίες που έγιναν στο κτίριο αφορούσαν επείγουσες εργασίες αντιστηρίξεων για να αποφευχθούν τα χειρότερα… Υπάρχει κι εκείνη η πόρτα του β’ ορόφου που οδηγούσε στο δώμα του τμήματος που κατεδαφίστηκε. Μια πόρτα που σήμερα υπάρχει για να θυμίζει τις ρωγμές του χρόνου. Και μια ταλαιπωρημένη μεσοτοιχία που κι αυτή περιμένει τις εργασίες των συνεργείων. Μερικές μεταλλικές πλατφόρμες έρπουν άτακτες κι ακανόνιστες, τοποθετημένες σε σημεία της αυλής για να εδράζονται τα συνεργεία των αρχαιολόγων. Και οι φυτεύσεις που ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τις πέτρες, αρπάζουν την ευκαιρία που τους προσφέρει το ελληνικό κλίμα και εξαπλώνονται ανενόχλητες.
Κύριε Άρη Κωνσταντινίδη, δεν πρόκειται μόνο για την αρχιτεκτονική που δεν έχουμε. Τόλμη δεν έχουμε για να επιλύσουμε θεωρητικά και οικονομικά ζητήματα. Ίσως πρόκειται για ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα των αρχαιολόγων και των εφοριών και εν τέλει γι’ αυτό προβλέπεται η τελική μορφή του κτιρίου να προσδοθεί μετά από πλήθος αποφάσεων και εύρεση των απαραιτήτων (και αρκετών) κονδυλίων… Πιθανώς μπορεί και να μην το προλάβουμε… Ακόμη πιο πιθανά η τελική μελλοντική μορφή δεν θα είναι εξ’ ολοκλήρου άρτια αφού ενδιαμέσως θα …έχουν λαλήσει πολλοί κοκκόροι! Το χειρότερο είναι ότι εκείνη τη μορφή θα είναι που θα αφήσουμε παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές…
Η άτολμη δημόσια διοίκηση με τα πολλά αναρμόδια παρακλάδια δεν είναι σε θέση να απαντήσει σε θεωρητικά ζητήματα πολύ δε σε συγκρίσεις μεταξύ αρχαίων ευρημάτων και νεώτερων μνημείων… Ίσως μόνο η ιστορία μπορεί να κρίνει… Η ιστορία κρίνει τις αποφάσεις και τις ενέργειες. Κι αυτές τις χρεώνονται οι τολμηροί!
Πέρασε η ώρα. Δεν θα αργήσουμε μονάχα στο ραντεβού με την ιστορία, θα αργήσω κι εγώ στο δικό μου ραντεβού… Βάζω τη φωτογραφική μηχανή πάλι στην τσάντα.
Και παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω…