27/7/12

Ήμουν κι εγώ εκεί!

Έχω γνωρίσει πολύ κόσμο σ’ αυτή τη δουλειά. Μιλώ για τον καλό αξιόλογο κόσμο, τον συνάδελφο, τον συνεργάτη, τον φίλο. Και είναι κέρδος για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτον γιατί από τον καθένα μαθαίνεις… Δεύτερον γιατί ανά πάσα στιγμή έχεις κάποιον, έναν πολιτικό μηχανικό, έναν τοπογράφο να σε βοηθήσει. Και τρίτον γιατί όλο και κάποιος από αυτούς ίσως να ζητήσει τη βοήθειά σου…
Πέρασα από διάφορα γραφεία και εταιρείες τα οποία παρεπιπτόντως με κυνηγούν ακόμα και σήμερα. Είδα συστήματα και μεθόδους εργασίας, γνώρισα τρόπους παραγωγής, μαζικής και ειδικής, κ.α. Καθένας με τις απόψεις του, τις μεθόδους του και τα βίτσια του. Και μέσα απ’ όλο αυτό το …αποψιολόγιο διαμορφώνεις ο ίδιος το δικό σου προσωπικό …γούστο! Μαθαίνεις, κρίνεις και βελτιώνεσαι.

Από τα πενάκια, τα layouts και τα layers που χρησιμοποιείς μέχρι και πως θα προσεγγίσεις τον υπάλληλο στην πολεοδομία ή τον υποψήφιο πελάτη. Από το πόσο γρήγορα θα κάνεις μια δουλειά μέχρι το πώς θα διαχειριστείς μια κρίση, ένα deadline ή αντίστροφα πόσο θα την προσέξεις. Βεβαίως αφήνεις κι εσύ ένα στίγμα, ένα ίχνος… αλλά τούτο δεν είναι της παρούσης.

Δούλεψα κάποτε στον κυρ Γιάννη. Έκατσα εκεί δύο γεμάτα χρόνια. Πιο πριν είχα κλείσει έναν αρκετά μεγάλο και σοβαρό κύκλο στο ελεύθερο επάγγελμα και έψαχνα για κάτι πιο σταθερό, πιο συγκεκριμένο. Και βρέθηκα εκεί. Ο κυρ Γιάννης ήταν αρχιτέκτονας και είχε χρήμα. Και το είχε γιατί δεν ήταν σαν τους άλλους αρχιτέκτονες, εκείνους που δημοσιεύουν στα περιοδικά και το internet. Ή εκείνους που θα τρέξουν στις οικοδομές, που θα λύνουν επί τόπου τεχνικά ζητήματα και θα τσακώνονται ολημερίς με τους μαστόρους. Είχε άλλες ανησυχίες, εμπορικές και όχι αρχιτεκτονικές… Ήταν ένας τύπος που νοιαζόταν μόνο για το πώς θα πολλαπλασιάσει τα χρήματά του.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ερχόταν λίγο πριν σχολάσουμε, μόνο και μόνο επειδή όλη την υπόλοιπη ημέρα έλειπε… Κι εμφανιζόταν στην πόρτα λαχανιασμένος πιθανότατα για να μας προλάβει προτού σχολάσουμε. Για να μας βάλει δουλειά. Δουλειά που έπρεπε να τελειώσουμε εκείνη την ημέρα… Γιατί έπρεπε… Γιατί θα παρουσίαζε το project τις επόμενες δύο ώρες… Και το project θα αναπτυσσόταν σε τρεις τέσσερις διαφορετικές εκδοχές εκ των οποίων οι μισές πάνω στο τραπέζι και οι υπόλοιπες κρυμμένες στον χαρτοφύλακα ως μπαλαντέρ. Γιατί βιαζόταν, γιατί έπαιζε με τα δευτερόλεπτα… Και με τα νεύρα μας!

Κι εμείς, νέοι οικογενειάρχες οι περισσότεροι, βιαζόμασταν να επιστρέψουμε στα παιδάκια μας. Δεν είχαμε πια την αδιαφορία του εργένη που μπορούσε να επιστρέψει στις 10 το βράδυ στο σπίτι. Και πολλές φορές η μόνη συνήθεια των λυκειακών χρόνων που επιτρέπαμε στον εαυτό μας ήταν η ταχύτατη κατάβαση του κλιμακοστασίου ώστε να μην μας πετύχει στο ασανσέρ…

Τι έμαθα εκεί; Ποιο ήταν το δια ταύτα; Ότι αφού έπρεπε να τελειώσω τη δουλειά σε χρόνο ρεκόρ, έπρεπε να βρω και τους τρόπους… Μέρα με την ημέρα βελτιωνόμουν κι εγώ, βελτιώνονταν και οι υπόλοιποι… Νεότεροι και παλαιότεροι, εφ’ όσον δεν είχαμε προλάβει το ασανσέρ, βρεθήκαμε να παλεύουμε με τα δευτερόλεπτα κι εμείς…

Δουλειά και project για εμάς ήταν μονάχα ότι ήθελε το αφεντικό. Και όπως ακριβώς το ήθελε. Μέσα στην κωμικοτραγική και χωρίς καμία ουσία αρχιτεκτονική μάθαμε να παράγουμε τον καθημερινό παραλογισμό του κυρ Γιάννη εντός ελαχίστων κινήσεων στους υπολογιστές, τόσο πια που μετά το κλικ της εκτύπωσης τα plotters έμοιαζαν να αργούν βασανιστικά…

Σήμερα… δύο χρόνια και κάτι μετά… κι αφού έχει προκύψει ένας μανιώδης πόλεμος με τη χαρτούρα του 3843 και του 4014, εμφανίστηκε ξαφνικά πριν από κάτι ημέρες, από κάποια εταιρεία, η ανάγκη μιας αρχιτεκτονικής μελέτης. Μιας σειράς σχεδίων from scratch. Και χτύπησε το τηλέφωνό μου.

«…ναι, αλλά πρέπει να το τελειώσεις μέχρι την Παρασκευή» είπε η φωνή στο τηλέφωνο. «Θα το προλάβεις;» Μέσα μου η δικαίωση με έπνιγε… Νοστάλγησα τον Αλέξανδρο, τη Μαρία, τον Νίκο και τον Γιώργη. Ήθελα, όπως θα ήθελαν κι αυτοί, να ήξερε εκείνη η φωνή στο τηλέφωνο πως ήμουν κι εγώ εκεί, είχα περάσει κι εγώ από το μεγάλο σχολείο του κυρ Γιάννη…