Αυτό τον μήνα συμπληρώνονται δέκα χρόνια χωρίς έναν σπουδαίο καθηγητή. Τον Δημήτρη Μπίρη.
Ήταν εκείνος που μέσα από τη διδασκαλία του, μας έδειξε τον δρόμο για την έρευνα, την αμφισβήτηση, την ανακάλυψη και την χαρά της δημιουργίας. Τη χαρά της υλοποίησης μιας ιδέας. Ενός αποστάγματος ιδεών μέσα στο πανεπιστημιακό πεδίο.
Ήταν εκείνος που έκανε τα «παραμύθια» του, τις ιστορίες του, τις αμέτρητες φωτογραφίες του να ζωντανεύουν μπροστά μας. Κι εμείς σαν παιδάκια του δημοτικού κρεμόμασταν από το επόμενο slide. Εικόνες από την λαϊκή αρχιτεκτονική, τη ζωή, τον άνθρωπο.
Ο Δημήτρης Μπίρης υπήρξε εξαιρετικός φωτογράφος, καθώς μέσα σε σαράντα χρόνια είχε πραγματοποιήσει άπειρες λήψεις μεγάλου εικαστικού και αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος από λαϊκές και σύγχρονες κατασκευές που σήμερα συνθέτουν ένα σπάνιο αδημοσίευτο υλικό με ιστορική πια αξία.
Εικόνες που αποδείκνυαν περίτρανα πως όταν ο απλός άνθρωπος επιλύοντας ένα βιωτικό του πρόβλημα με τα πιο απλά μέσα και χωρίς καμία αναζήτηση αισθητικής, θα παράγει ένα αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα που μέσα από την απλότητά του διδάσκει να μην είμαστε πλεονέκτες.
Στην ειδική περιοχή της Οικοδομικής και ως οργανωτής του εργαστηρίου ελαφρών κατασκευών ανέπτυξε τη διδακτική και ερευνητική-συγγραφική του δράση που αφορούσε τα ελαφρά, μεταλλασσόμενα, οικολογικά κατασκευαστικά συστήματα (εφελκυόμενες μεμβράνες κάλυψης, ξύλινες κατασκευές και ελαφρές δικτυωματικές κατασκευές στο χώρο).
Ήταν ο καθηγητής που έδωσε σάρκα και οστά στο ωραιότερο μάθημα που έκαναν ποτέ οι αρχιτέκτονες. Ένα μάθημα που απέσπασε την ενθουσιώδη αποδοχή ολόκληρης της σχολής. Τις κατασκευές στο αίθριο του ΕΜΠ όσοι τις έζησαν θα τις έχουν πάντα σαν δίδαγμα στην πορεία τους…
Δεν το περιέγραψε κανένας άλλος καλύτερα από τον αδερφό του:
Τα τελευταία χρόνια, γύρω στα μέσα κάθε Απρίλη, παρατηρούσε κανείς τα πρώτα δείγματα μιας ευχάριστης ταραχής στη φυσιολογική ζωή της Σχολής Αρχιτεκτόνων. Ήταν το προμήνυμα ενός συλλογικού δρώμενου, κάτι ανάμεσα σε μάθημα και γιορτή.
Άρχιζε με την προετοιμασία από τις σπουδαστικές ομάδες, με την καθοδήγηση καθηγητών τους, σχεδίων και μακετών στις περιμετρικές στοές του αίθριου της Σχολής. Λίγες μέρες αργότερα ένα φορτηγό ξεφόρτωνε στον ίδιο χώρο καδρόνια, τάβλες, σιδερένια ελάσματα και άλλα υλικά. Και ξάφνου τα μολύβια έδιναν τη θέση τους σε τρυπάνια, δράπανα, σφυριά και πριόνια. O εκκωφαντικός τους θόρυβος τάραζε την ηρεμία του νεοκλασικού κτιρίου. Oι χειριστές τους, σπουδαστές και σπουδάστριες, μεταμορφώνονταν από σχεδιαστές και σχεδιάστριες σε μάστορες και μαστόρισσες. Και η Σχολή γινόταν ένα γιαπί.
Σε μια γωνιά κατασκευαζόταν σε φυσικό μέγεθος ένα μικρό σιδερένιο γεφύρι, αλλού ένα ξύλινο πλεούμενο ή ένα πάνινο στέγαστρο. Η εξοικείωση των νέων αρχιτεκτόνων με τη χειροποίητη κατασκευή του μελλοντικού εργοταξίου ή του συνεργείου πραγματοποιούταν μπρος στα μάτια μας, με γέλια, φωνές, εμβριθείς συζητήσεις, σχόλια και περαστικούς μικροκαβγάδες. Ήταν ένα νέο μάθημα, πρωτότυπο και ιδιοφυές στη σύλληψη και εκτέλεση του που μας σημάδεψε όλους.
Μέσα στο βουερό πανηγύρι ένας ψηλός ασπρομάλλης, αν και όχι μεγάλης ηλικίας, καθηγητής παρακολουθούσε με τους συνεργάτες του τις σπουδαστικές ομάδες «επί το έργον». Συμβούλευε, συζητούσε, μαστόρευε ο ίδιος, γελούσε, σοβάρευε, θύμωνε. Απορροφημένος και αυτός, όπως και οι σπουδαστές και οι σπουδάστριές του, από τη σαγήνη του μαθήματος γινόταν ένα μ’ αυτό, διευθυντής ορχήστρας, μουσικός, όργανο και ήχος ταυτόχρονα. Ήταν ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Μπίρης, εμπνευστής και υπεύθυνος δάσκαλος αυτού του ζωντανού αρχιτεκτονικού εργαστηρίου, αυτής της πολύ διδακτικής γιορτής.
Αποτελούσε σπάνια περίπτωση διδάσκοντα, από τους λόγους που εξακολουθούσαν να στηρίζουν τη διδασκαλία και την αρχιτεκτονική τους σε μια συγκεκριμένη ιδέα τους για τον κόσμο, σε μια βαθιά προσωπική τους επιθυμία να βοηθήσει η αρχιτεκτονική στην υλοποίηση αυτής της ιδέας για μια ζωή καλύτερη.
O Δημήτρης Μπίρης ήθελε, εφάρμοζε και δίδασκε μια αρχιτεκτονική ελαφριά, οικολογική, αναστρέψιμη, που να μην δεσμεύει αναγκαστικά επί αιώνες με την παρουσία της τον τόπο, φτιαγμένη με κατασκευαστική οικονομία, αλλά και με ιδιαίτερα υψηλή αισθητική, από υλικά ελαχίστου βάρους και όγκου, φυσικά και γήινα.
Είχε γι’ αυτό γεμίσει το νου και την ψυχή του με εικόνες από πάνινες τέντες πλανόδιων αγορών και πανηγυριών, από ιστία και αρματωσιές καϊκιών, από ελαφριά ξύλινα στέγαστρα πρόχειρων αγροτικών καταλυμάτων.
Αυτό το πρωτογενές υλικό ήταν οι αναφορές, η ρίζα, η σχέση του με τον τόπο, που του επέτρεπε να αξιοποιεί εκπαιδευτικά, αλλά και στην αρχιτεκτονική εφαρμογή, ακόμα και τις πιο εξελιγμένες επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις, με μια εξαιρετική αίσθηση γούστου, και ανάλογης ποιότητας ικανότητα σχεδιασμού. Χωρίς να πέφτει στις παγίδες, τόσο της σκληρής τεχνοκρατίας, όσο και του εύκολου γραφικού λαϊκισμού, που συχνά προδίδουν ή παραμορφώνουν την κακοπαθημένη έννοια της «Ελληνικότητας».
Πέραν του εκπαιδευτικού, πραγματοποίησε έτσι ο Δημήτρης Μπίρης και αναγνωρισμένο ομαδικό και ατομικό αρχιτεκτονικό έργο με έντονη προσωπική σφραγίδα. Ήταν, για παράδειγμα η βραβευμένη με Β’ βραβείο πρόταση στο Διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το «Μουσείο Ακρόπολης», η βραβευμένη με Α’ βραβείο σε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό πρόταση για τα «Ολυμπιακά Κολυμβητήρια» στο OΑΚΑ και κυρίως το πιο πρόσφατο, το «μικρό υπαίθριο ξύλινο θέατρο στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου», μαζί με πολλά άλλα.
Είναι μάλιστα ενδεικτικό του χαρακτήρα του ότι, αν και χάραξε αυτό το ισχυρό προσωπικό διδακτικό και αρχιτεκτονικό ίχνος, ο Δημήτρης Μπίρης προτίμησε να το κρατήσει κάπως μακριά από τα κανάλια της έντονης δημοσιότητας. Και τούτο γιατί πίστευε ότι η αρχιτεκτονική δεν χρειάζεται βοηθήματα επεξηγηματικά ή επικοινωνιακά για να δικαιωθεί, μια και τούτο γίνεται ή δεν γίνεται εκ των πραγμάτων, καθώς αυτή παρακολουθεί μέσα στο χρόνο τον φυσικό κύκλο της ζωής.
Τη χρονιά που πέρασε, το αίθριο της Σχολής αρχιτεκτόνων δεν έγινε θέατρο της ζωντανής και οικείας παράστασης που περιγράφηκε στην αρχή αυτού του κειμένου, όπως είχε γίνει όλες τις προηγούμενες.
Σήμερα κλείνει ένας χρόνος που ο Δημήτρης Μπίρης έφυγε ξαφνικά από κοντά μας τον Φεβρουάριο του 2002, αφήνοντας ατέλειωτο το αρχιτεκτονικό και διδακτικό του έργο. Και όπως συνήθως συμβαίνει όταν αναπόδραστα γεγονότα μας στερούν την παρουσία προσώπων και πραγμάτων, όταν δούμε με τα ίδια μας τα μάτια το μεγάλο κενό, τότε αισθανόμαστε ή καταλαβαίνουμε επιτέλους την μεγάλη αξία που καθημερινά είχαμε δίπλα μας και χάσαμε ανεπιστρεπτί.
Μια νύχτα του περασμένου Οκτώβρη το σπουδαστικό τμήμα του ΕΜΠ και οι διδάσκοντες της περιοχής της Οικοδομικής οργάνωσαν μια θεατρική παράσταση στο μικρό ξύλινο υπαίθριο θεατράκι, στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου, το πιο πρόσφατο και αγαπημένο προσωπικό έργο του Δημήτρη Μπίρη.
Σε μια στιγμή που τα κρουστά χτύπαγαν δαιμονισμένα, μου φάνηκε ξαφνικά ότι ξαναείδα τον αδελφό μου σ’ ένα από τα ξύλινα μπαλκόνια του κοίλου του θεάτρου. Έδειχνε χαρούμενος. Ίσως γιατί το έργο του ζούσε πια τη δική του ιστορία, γεμάτο από αγαπητούς φίλους, δασκάλους και σπουδαστές, γεμάτο από φωνές και μουσική.
Θαρρώ ότι μου έκλεισε συνθηματικά το μάτι, μισογελώντας αινιγματικά μέσα από τα γένια του, όπως συνήθιζε. Είχε αυτή την γνωστή «αθώα», αλλά και κάπως περιπαιχτική έκφραση, του μικρού παιδιού που παρά τις συμβουλές και νουθεσίες, είχε ξαναδοκιμάσει κρυφά το «απαγορευμένο γλυκό». Είχε ξαναγγίξει την ιδέα του, την βαθιά μυστική επιθυμία του, ακροπατώντας στην κόψη του ξυραφιού και του χρόνου.